- ἐρωτόεις
- ἐρωτόειςlovingmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ερωτόεις — ἐρωτόεις, εσσα, εν (AM) αυτός που είναι γεμάτος με ερωτική επιθυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, ωτος + κατάλ. όεις* (πρβλ. αιματόεις, αστερόεις, δακρυόεις κ.ά.)] … Dictionary of Greek
ἐρωτόεντος — ἐρωτόεις loving masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek